ασυγκέντρωτος

ασυγκέντρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν πήγε ή δεν τον έφεραν στη συγκέντρωση: Το στάρι της χρονιάς εκείνης ήταν ασυγκέντρωτο.
2. αυτός που δεν μπορεί να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, την προσοχή του κτλ.: Διάβασμα με ασυγκέντρωτο το νου δεν μπορεί να έχει απόδοση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασυγκέντρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωθεί, ο αμάζευτος 2. εκείνος που δεν συγκεντρώνει την προσοχή του σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”